μυστρίζω

μυστρίζω
μετ. наносить раствор с помощью мастерка (на что-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μυστρίζω" в других словарях:

  • μυστρίζω — [μυστρί] αλείφω με πηλό ή ασβεστοκονίαμα την επιφάνεια τοίχου χρησιμοποιώντας μυστρί …   Dictionary of Greek

  • μυστρίζω — μύστρισα, μυστρίστηκα, μυστρισμένος, αλείφω το ασβεστοκονίαμα στον τοίχο με το μυστρί: Σε μια μέρα μύστρισαν όλους τους τοίχους της οικοδομής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μύστρισμα — το [μυστρίζω] η ενέργεια τού μυστρίζω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»